- ἀκαμπία
- ἀ-καμπία, Unbiegsamkeit
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ακαμπία — ἀκαμπία (και ιων. ίη), η (Α) η ακαμψία* … Dictionary of Greek
ἀκαμπίας — ἀκαμπίᾱς , ἀκαμπία fem acc pl ἀκαμπίᾱς , ἀκαμπία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαμπίην — ἀκαμπία fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)